στρεπτοκοκκίαση

στρεπτοκοκκίαση
[-ις (-εως)] η стрептококковое заражение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρεπτοκοκκίαση" в других словарях:

  • στρεπτοκοκκίαση — η, Ν ιατρ. νόσος οφειλόμενη σε λοίμωξη από στρεπτόκοκκο, είτε τοπική, όπως στις περιπτώσεις πυοδερμίας, εντερίτιδας, χολοκυστίτιδας, φαρυγγίτιδας και μέσης ωτίτιδας, είτε γενική, όπως στις περιπτώσεις οστρακιάς, επιλόχειου πυρετού κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • στρεπτοκοκκίαση — η λοίμωξη που οφείλεται σε στρεπτόκοκκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»